θάψ'

θάψ'
θάψαι , θάπτω
honour with funeral rites
aor imperat mid 2nd sg
θάψαι , θάπτω
honour with funeral rites
aor inf act
θάψα , θάπτω
honour with funeral rites
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
θάψε , θάπτω
honour with funeral rites
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
θάψε , θάψος
fustic
fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κάψιμο — το 1. η καύση, η αποτέφρωση, η απανθράκωση 2. το οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος από την επαφή γυμνού μέρους τού σώματός του με τη φωτιά ή με καυστική ουσία 3. το σημάδι από έγκαυμα («ακόμη φαίνεται το κάψιμο τού χεριού») 4. το δυσάρεστο… …   Dictionary of Greek

  • τρίψιμο — το / τρίψιμον, ΝΜ νεοελλ. 1. η ενέργεια τού τρίβω, μεταβολή στερεού σε σκόνη («το τρίψιμο τού πιπεριού») 2. τριβή («με το τρίψιμο παράγεται θερμότητα») 3. φθορά που οφείλεται σε συνεχή τριβή («το τρίψιμο τού μανικιού τής μπλούζας») 4. θεραπευτική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”